Στην τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας γίνεται λόγος, σύμφωνα με πληροφορίες, για δημοσιονομικό κενό για το τρέχον έτος της τάξεως του 1% του ΑΕΠ (1,9 δισ.) και 1,5% για το 2020 (2,85 δισ.) έναντι του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%
Δημοσιονομική προεκλογική βόμβα της τάξεως περίπου των 4,75 δισ. ευρώ στα θεμέλια του φετινού και του επόμενου Προϋπολογισμού προσπαθεί να βάλει ο ΣΥΡΙΖΑ με σκοπό να αφήσει στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης. Στην τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας που προετοιμάζει η Κομισιόν, τη δημοσίευση της οποίας επιχείρησε να αποφύγει η κυβέρνηση, γίνεται λόγος, σύμφωνα με πληροφορίες, για δημοσιονομικό κενό για το τρέχον έτος της τάξεως του 1% του ΑΕΠ (1,9 δισ.) και 1,5% για το 2020 (2,85 δισ.), έναντι του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%.
Σύμφωνα με τις ίδιες καλά πληροφορημένες πηγές στις Βρυξέλλες, οι ανακοινώσεις που θα γίνουν την προσεχή Τετάρτη 5 Ιουνίου θα εκτιμούν ότι η κακή πορεία του Προϋπολογισμού και η επίπτωση του πακέτου παροχών του Ζαππείου περιορίζουν το φετινό πρωτογενές πλεόνασμα στο 3% του ΑΕΠ και της επόμενης χρονιάς στο 2,5%.
Στην έκθεση καταγράφεται η εκτίμηση ότι η μείωση του ΦΠΑ σε εστίαση, μεταποιημένα προϊόντα και ενέργεια θα στοιχίσει αρκετά παραπάνω από τα 441 εκατ. ευρώ που προέβλεψαν οι υπολογισμοί της κυβέρνησης. Επίσης, οι ρυθμίσεις των 120 δόσεων προς Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, αντί εσόδων ύψους 292 εκατ. ευρώ που υπολογίζει η κυβέρνηση, δημιουργούν επιβάρυνση στον φετινό Προϋπολογισμό. Στην έκθεση σχολιάζονται ακόμη τα ψηφισθέντα μέτρα, όπως το επίδομα στους συνταξιούχους, για το οποίο παρατηρείται ότι δεν καλύπτεται το κόστος του από τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, προκειμένου να καταστεί, όπως εξαγγέλλει η κυβέρνηση, το μέτρο μόνιμο. Επίσης, γίνεται αναφορά στην κακή πορεία του Προϋπολογισμού, όπου καταγράφεται απόκλιση έναντι του στόχου, η οποία επιβαρύνθηκε από τις ανακοινώσεις του Ζαππείου.
Γύρω από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης που θα συνοδεύει το κείμενο των συστάσεων της Κομισιόν προς την Ελλάδα (και τα άλλα κράτη-μέλη), στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου, έχει αναπτυχθεί έντονο παρασκήνιο τα τελευταία 24ωρα. Σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ασκηθεί έντονη πίεση από την ελληνική κυβέρνηση προκειμένου να μη δοθεί στη δημοσιότητα το συνοδευτικό κείμενο με την τρίτη μεταμνημονιακή έκθεση, επικαλούμενη προηγούμενο παράδειγμα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας το 2016. Ωστόσο, μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές η απάντηση των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν αρνητική, προκειμένου να μην εκληφθεί ως χείρα βοηθείας προς τη σημερινή κυβέρνηση και παρέμβαση στις επικείμενες εθνικές εκλογές.
Ο ρόλος της ΕΚΤ
Το πρώτο έμμεσο καμπανάκι για το περιεχόμενο της έκθεσης, αλλά και τη δυσαρέσκεια των θεσμών για τις παροχές της κυβέρνησης χτύπησε με τη δημοσιοποίηση της εξαμηνιαίας έκθεσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά την αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Στην έκθεση αυτή, παραδοσιακά η ΕΚΤ παρέχει τις εκτιμήσεις της όσον αφορά τους δυνητικούς κινδύνους στη σταθερότητα της Ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ φοβάται ότι αν όντως πραγματοποιηθούν τα καθοδικά ρίσκα όσον αφορά την ανάπτυξη, τότε το κόστος χρηματοδότησης για τα ευάλωτα κράτη αναμένεται να αυξηθεί, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να αναδύονται πάλι οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα χρέους.
Κομψά μεν, ουσιαστικά δε αναφέρθηκε φωτογραφικά στην Ελλάδα μέσω της φράσης: «Μια έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας ή καθυστέρηση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και αντιστροφή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ίσως αναζωπυρώσει πιέσεις σε πιο ευάλωτα κράτη».
Κριτική και για άλλες εκκρεμότητες
Η τρίτη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας αναμένεται να είναι ιδιαίτερα αρνητική και για άλλα θέματα πέραν των δημοσιονομικών.
Στην κορυφή των παρατηρήσεων βρίσκεται:
■ Η διατήρηση σε υψηλά επίπεδα των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει λάβει ήδη δύο παρατάσεις (τελευταία 31 Μαΐου) και αρκετά δισεκατομμύρια για τον μηδενισμό τους. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αντί να μειώνονται συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά και να προστίθενται νέες οφειλές, ξεπερνώντας στα τέλη Μαρτίου τα 2,2 δισ. ευρώ. Μάλιστα η προεκλογική χαλάρωση οδήγησε σε αύξηση των χρεών των νοσοκομείων κατά 80%, αλλά και σε αναζωπύρωση των οφειλών πολλών υπουργείων (Προστασίας του Πολίτη και Υποδομών) που έτειναν να μηδενιστούν.