Κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη: Τα κενά, οι αντιφάσεις και τα ερωτήματα για τον «Αρσέν Λουπέν» ελαιοχρωματιστή

Η... τέλεια κλοπή από έναν «αγνό» λάτρη της τέχνης, που μετατράπηκε ξαφνικά σε διαρρήκτη - Γιατί περίμενε έως τα 40 του χρόνια, για να εισβάλει στην Εθνική Πινακοθήκη; - Όλες οι πτυχές της υπόθεσης της πολύκροτης κλοπής

Ένας παθιασμένος πλην εντελώς αγνός λάτρης της τέχνης οργανώνει μεθοδικά την τέλεια κλοπή στην Εθνική Πινακοθήκη. Διακινδυνεύοντας να συλληφθεί και να παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη ως διαρρήκτης, ο ίδιος φιλότεχνος και νομοταγής πολίτης, ένας ταπεινός 40χρονος ελαιοχρωματιστής-οικοδόμος από την Κερατέα και επίδοξος συλλέκτης, εισβάλλει λάθρα στην Πινακοθήκη και αρπάζει τρεις πίνακες τεράστιας αξίας. Μολονότι γνώστης και αφοσιωμένος εραστής των εικαστικών, με απωθημένο να αποκτήσει πρωτότυπα έργα τέχνης, ο εν λόγω ελαιοχρωματιστής απλώς αρπάζει, εντελώς τυχαία, τρεις πίνακες.

Αφαιρεί τις κορνίζες -αλλά δεν θυμάται καθόλου το πώς το έκανε αυτό- μένει με τους καμβάδες, τους οποίους τυλίγει σε ρολά και τους βάζει στο σάκο του. Φεύγει ενώ ηχούν συναγερμοί και οι φρουροί φωνάζουν «κλέφτης, κλέφτης». Κατόπιν πηγαίνει στο σπίτι του, στην Κερατέα, και παραχώνει τα έργα σε μια ειδική κρύπτη που ο ίδιος είχε φτιάξει, στην τουαλέτα.

 

Από τους τρεις πίνακες, αυτός ο ίδιος ερασιτέχνης, ο οποίος ρίσκαρε την τιμή και την υπόληψή του -καθώς και το ποινικό του μητρώο- μπουκάροντας στη μεγαλύτερη κρατική γκαλερί, δεν διστάζει να ρίξει το ένα από τα έργα που απέσπασε στον υπόνομο.

Αλλά για τα επόμενα 9,5 χρόνια, ο Φαντομάς της Εθνικής Πινακοθήκης, θα ζει με τις τύψεις του για ό,τι έκανε, πνίγοντας τον καημό του σε ταξίδια ανά τον κόσμο (Βρετανία, Ολλανδία, Γερμανία, Ντουμπάι). Με έναν Πικάσο και έναν Μοντριάν να παραμένουν καταχωνιασμένοι μέσα στο WC μιας οικίας στην Κερατέα.
Και, εν τέλει, σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο κλέφτης ανακουφίζεται όταν συλλαμβάνεται και δοξάζει το Θεό που οι δύο πίνακες ανευρίσκονται άθικτοι μέσα στους θάμνους όπου τους είχε κρύψει. Επιμελώς συσκευασμένους, με εντελώς επαγγελματικό τρόπο ώστε να μην φθαρούν ούτε στο ελάχιστο από την υγρασία ή την παραμονή τους στο ύπαιθρο, αλλά εντελώς πλημμελώς σε ό,τι αφορά στο σημείο όπου τους εγκατέλειψε. Θα μπορούσε να τους έχει βρει ο καθένας.

Μπογιατζής «Αρσέν Λουπέν»

Θα έλεγε κάποιος ότι η ιστορία, όπως τη διηγείται μέχρι στιγμής ο 49χρονος καθ’ ομολογίαν του κλέφτης, είναι αν μη τι άλλο αλλόκοτη. Κατ’ αρχάς το προφίλ του, ως ανθρώπου: Κοσμοπολίτης ελαιοχρωματιστής, με ταξίδια ανά τον κόσμο και συναναστροφές με ανθρώπους από το χώρο (ή το «κύκλωμα») της τέχνης -μια αντίφαση εν εαυτή.

Μόνο μεταξύ νεοσυλλέκτων, στο κέντρο εκπαίδευσης η ζωγραφική μπορεί να συνδέεται τόσο στενά με την πατανόβουρτσα, με σκηνές τύπου «Λούφα και Παραλλαγή», όπου ο εκάστοτε αξιωματικός ρωτά στην πρωινή αναφορά του λόχου «είναι κανείς ζωγράφος;» Εφόσον υπάρξει ανταπόκριση δι’ ανατάσεως της χειρός, οι εθελοντές «καλλιτέχνες» αναλαμβάνουν να αποδείξουν το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους βάφοντας μάντρες και τοίχους στα κτίρια του στρατοπέδου.

Πώς γίνεται, όμως, ένας φιλότεχνος να μετατρέπεται ξαφνικά σε διαρρήκτη; Γιατί περίμενε ως τα 40 του χρόνια για να εισβάλει στην Εθνική Πινακοθήκη; Προηγουμένως, δεν είχε μπει ποτέ στον πειρασμό να κάνει κτήμα του άλλα έργα τέχνης;
Και αφού διαπίστωσε ότι η Πινακοθήκη ήταν, επί της ουσίας, ένα ξέφραγο αμπέλι, γιατί δεν επανήλθε;

Έστω όμως ότι πλέον ήταν υπερβολικά επικίνδυνο να επιστρέψει στον τόπο του εγκλήματος. Τους πίνακες που έκλεψε, πώς τους απολάμβανε; Τους ξετύλιγε και τους αποθαύμαζε πχ μια φορά την εβδομάδα ή όποτε βρισκόταν στην Αθήνα αντί να ταξιδεύει σε Λονδίνο, Άμστερνταμ, Βερολίνο (η διαδρομή του θυμίζει κάπως το γνωστό τραγούδι από τις «Τρύπες») ή το Ντουμπάι;

Και πώς το πήγε η καρδιά του, πώς άντεξε, αυτός ο ένθερμος ερασιτέχνης, να καταστρέψει έναν πίνακα σχεδόν 400 ετών, ρίχνοντάς τον στο αποχετευτικό δίκτυο;

Κι αν το μνημονικό του είναι σε θέση να ανακαλεί κάθε λεπτομέρεια της παράνομης εισόδου του στην Πινακοθήκη, πώς γίνεται να μη θυμάται πώς αφαίρεσε τα κάδρα από τους τρεις πίνακες; Τους οποίους, ενώ κανείς δεν τον πίεζε και ενώ ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά, κυριολεκτικά στα τυφλά, τα κατατόπια της εθνικής γκαλερί, επέλεξε εντελώς τυχαία;

Ο 49χρονος art lover και επίδοξος «Αρσέν Λουπέν» πιθανώς να μην έχει αποκαλύψει ακόμη στην αστυνομία όλα όσα γνωρίζει. Ή όλα όσα σκόπευε να κάνει για να ικανοποιήσει το πάθος του για τα αυθεντικά έργα τέχνης, εφόσον δεν είχε την παραμικρή σκέψη να τα πουλήσει. Ίσως η δημιουργία μιας ιδιωτικής πινακοθήκης, με έργα «δανεισμένα» από αίθουσες τέχνης ανά την Ελλάδα ή και τον κόσμο, να ήταν το μεγάλο του όνειρο.
ΠΗΓΗ. PROTOTHEMA.GR