Ελληνοτουρκικά – Μητσοτάκης – Ερντογάν στις Βρυξέλλες: Βήμα για πιο ήσυχο καλοκαίρι αν και οι διαφορές παραμένουν

Η αποκωδικοποίηση της πρώτης συνάντησης κορυφής Ελλάδας-Τουρκίας έπειτα από την παρ’ ολίγον πολεμική σύγκρουση του 2020 - Ο ρόλος της πρέσβη Ελένης Σουρανή και του Ιμπραχίμ Καλίν

Όσοι περίμεναν βαρύγδουπες ανακοινώσεις και συμφωνίες που θα βοηθούσαν να αλλάξει σελίδα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στις Βρυξέλλες έπεσαν έξω. Στα 50 λεπτά της συνομιλίας τους, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο πρόεδρος της Τουρκίας επέμειναν στις θέσεις που εκφράζουν παγίως οι δύο χώρες, όπως αναμενόταν.

«Η συνάντηση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν αποτέλεσε ένα βήμα προς ένα πιο ήσυχο καλοκαίρι», τόνιζαν κυβερνητικές πηγές. Οι διπλωματικές διατυπώσεις αποτυπώνουν με σαφήνεια την πραγματικότητα και δεν επιτρέπουν παρανοήσεις. «Βήμα» για «ένα πιο ήσυχο καλοκαίρι» χαρακτηρίζεται η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν από συνεργάτες του πρωθυπουργού. Με απλά λόγια δεν υπάρχει συμφωνία ούτε καν για μια κατάσταση που θα παραπέμπει σε «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Παρά μόνο η προσδοκία πως η ελληνοτουρκική συνάντηση σε επίπεδο κορυφής μπορεί να οδηγήσει όχι σε ένα ήσυχο αλλά σε ένα πιο ήσυχο καλοκαίρι, προφανώς σε σχέση με τη θερινή περίοδο του 2020 που η Αθήνα και η Άγκυρα έβγαλαν δυο φορές το σύνολο του στόλου τους σε διάταξη μάχης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σύμφωνα με τους ίδιους συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε «σε καλό κλίμα και υπήρξε μία συμφωνία αμοιβαίας κατανόησης ότι η ένταση του 2020 δεν μπορεί να επαναληφθεί, ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνει μία προσπάθεια να αποφευχθούν οι προκλήσεις, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε δύσκολα διαχειρίσιμες καταστάσεις».

Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ελληνικές κυβερνητικές πηγές από τις Βρυξέλλες επισήμαναν πως «εξακολουθούν να υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές σε μία σειρά ζητημάτων με κυριότερο αυτό της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, όμως αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου και στο πλαίσιο συζητήσεων, όπως οι διερευνητικές επαφές, τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και οι πολιτικές διαβουλεύσεις, ως το πλαίσιο συνεννόησης, που μπορεί να οδηγήσει στην εκτόνωση της έντασης».

Στενοί συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη ανέφεραν επίσης ότι η συνομιλία του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Τουρκίας περιστράφηκε και γύρω από το προσφυγικό- μεταναστευτικό. «Σταθερή θέση μας είναι πως μπορούμε να συνεργαστούμε με την Τουρκία στο συγκεκριμένο θέμα, αρκεί να αποφεύγονται οι προκλήσεις, όπως αυτές, που βιώσαμε τον Μάρτιο του 2020» ανέφεραν, σημειώνοντας ότι ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι θα ήταν μία κίνηση καλής θέλησης, να δεχθεί η Τουρκία να πάρει πίσω τους 1.450, των οποίων η αίτηση ασύλου έχει απορριφθεί τελεσίδικα.

Ο πρωθυπουργός, κατά τις ίδιες πληροφορίες, τάχθηκε υπέρ της προώθησης της θετικής ατζέντας στις ελληνοτουρκικές, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία που επετεύχθη στις 29 Μαΐου στην Καβάλα ανάμεσα στον Έλληνα υφυπουργό Εξωτερικών Κώστα Φραγκογιάννη και τον Τούρκο ομόλογό του Σεντάτ Ονάλ.

Η παρουσία Σουρανή και Καλίν

Η συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν είχε συμφωνηθεί να γίνει τετ-α-τετ, παρά μόνο με την παρουσία διερμηνείας. Λίγο πριν την έναρξη των συνομιλιών, η τουρκική πλευρά ζήτησε η διερμηνεία να γίνει από τον Ιμπραχίμ Καλίν, στενό συνεργάτη και εκπρόσωπο του Ταγίπ Ερντογάν. Η ελληνική πλευρά δέχθηκε το αίτημα υπό τον όρο ότι θα είναι παρούσα και η πρέσβης Ελένη Σουρανή, διευθύντρια του διπλωματικού γραφείου του πρωθυπουργού.

Με τον τρόπο αυτό η συνάντηση μετατράπηκε σε 1+1 με τον Ιμπραχίμ Καλίν να μεταφράζει από τα τουρκικά του Ταγίπ Ερντογάν στα αγγλικά και τούμπαλιν από τα αγγλικά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τουρκική γλώσσα ώστε να γίνεται η συνεννόηση. Πέραν της προφανούς καχυποψίας ακόμη και για τον ρόλο που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι επιλεγμένοι μεταφραστές, η παρουσία του Ιμπραχίμ Καλίν και της Ελένης Σουρανή εκ των πραγμάτων δημιουργεί έναν επιπλέον δίαυλο επικοινωνίας, μεταξύ δύο στενών συνεργατών του Ταγίπ Ερντογάν και του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η κυρία Σουρανή και ο κ. Καλίν ήταν τα δύο πρόσωπα που είχαν συναντηθεί και το καλοκαίρι του 2020 έπειτα από γερμανική διαμεσολάβηση, συμφωνώντας το χρονοδιάγραμμα για την επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Οι συζητήσεις πέρσι το καλοκαίρι ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα είχαν ακυρωθεί, αφού η τουρκική πλευρά είχε βρει αφορμή από την συμφωνία μερικής οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου για να υπαναχωρήσει, ξεκινώντας παραλλήλως προκλητικές έρευνες από το Oruc Reis.

«Αν και παραμένουν οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών μας, η Ελλάδα και η Τουρκία είναι γείτονες και η συνεργασία σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος είναι προς όφελος όλων. Συνεπώς, ο διάλογος είναι πάντα σημαντικός» έγραψε στο τουίτερ ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν.

 

 

πηγη. protothema.gr